- πρύμα
- Νεπίρρ. βλ. πρίμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… … Dictionary of Greek
κατάπρυμ(ν)ος — η, ο (για ανέμους) αυτός που πνέει από την πρύμνη πλοίου, ούριος, ευνοϊκός. επίρρ... κατάπρυμ(ν)α από το μέρος τής πρύμνης, από πίσω από το πλοίο, εντελώς πρύμα … Dictionary of Greek
ουριοδρομώ — (ΑΜ οὐριοδρομῶ, έω) (σχετικά με πλοίο) πλέω με ούριο, ευνοϊκό άνεμο, αρμενίζω πρύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὔριος (II) + δρομῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ουριοδρόμος] … Dictionary of Greek
πρίμα — (I) η, Ν βλ. πρίμος. (II) και πρύμα Ν επίρρ. βλ. πρίμος … Dictionary of Greek
πρίμος — α, ο / πρῑμος, α, ον, ΝΜΑ, και πρύμος, α, ο, Ν, πρεῑμος, η, ον, Α νεοελλ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα α) η πρίμαντόνα β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο 3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε… … Dictionary of Greek